- πραΰτροπος
- πρᾱΰ-τροπος, ον,A gentle of mood,
τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d
(s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d
(s. v. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πραΰτροπος — ον, Α 1. πράος, ήπιος στους τρόπους 2. (και σχετικά με λόγο) γλυκός, ήμερος («τὸ πραΰτροπον τοῡ λόγου», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ποικιλό τροπος] … Dictionary of Greek